Ετυμολογία
λαβωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαβώνω < αρχαίο ελληνικό λωβάομαι (ακρωτηριάζω) < από την λώβη (αρχ. σήμαινε αναπηρία, όλεθρος)
Επίθετο
λαβωμένος, -η, -ο
1. πληγωμένος, τραυματισμένος, σωματικά ή ψυχικά ή γενικά με μεταφορική έννοια