Search
Close this search box.

Ετυμολογία

αστείρευτος< α- + στερεύω

Επίθετο

αστείρευτος, -η, -ο

1. που δεν στερεύει, δεν εξαντλείται, δεν σώνεται, δεν τελειώνει, π.χ. αστείρευτη πηγή, αστείρευτος πλούτος, αστείρευτο χιούμορ.