Ετυμολογία

χλευάζω< χλεύη (=κοροϊδία, πειριφρόνηση)

Ρήμα

1. κοροϊδεύω κάποιν ή κάτι, συνήθως δημόσια, με τρόπο υβριστικό, περιφρονητικό και θορυβώδη

Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι οι Ιουδαίοι χλεύαζαν τον Χριστό ενώπιον του Πιλάτου, όταν ανέβαινε στον Γολγοθά κουβαλώντας τον σταυρό, αλλά και επάνω στον σταυρό.