Ετυμολογία

θορυβημένος< (κεχαριτωμένος) μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του ρήματος χαριτόοω, χαριτῶ

Μετοχή

χαριτωμένος, -η, -ο

1. αυτός που έχει χάρη, δηλαδή κομψότητα και ομορφιά
2. που προκαλεί ευχαρίστηση με έξυπνο ή ευρηματικό τρόπο

Η λέξη αυτή είναι ταυτισμένη στην Ορθόδοξη Παράδοση με πρόσωπα τα οποία έχουν λάβει ιδιαίτερη χάρη από τον Θεό με το κατεξοχήν πρόσωπο, την Υπεραγία Θεοτόκο, που έχει όλες τις χάρες του Θεού από γεννήσεώς της και τη λέμε “Κεχαριτωμένη“. Κανέναν άλλον άγιο ή αγία δεν προσφωνούμε με αυτή τη λέξη, και είναι η λέξη που ο ίδιος ο Αρχάγγελος καθ’ υποδείξεως του Κυρίου χρησιμοποίησε για να προσφωνήσει την Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό της. Ωστόσο, τη νεοελληνική λέξη χαριτωμένος τη χρησιμοποιούμε για όλους τους αγίους και αγίες.