Ετυμολογία
ταχυνώ< ταχύς
Ρήμα
1. αυξάνω την ταχύτητα από κάτι, το κάνω πιο ταχύ / γρήγορο
Το ρήμα το χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα σε ρήματα όπως το επιταχύνω (<επί + ταχύνω).
ταχυνώ< ταχύς
1. αυξάνω την ταχύτητα από κάτι, το κάνω πιο ταχύ / γρήγορο
Το ρήμα το χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα σε ρήματα όπως το επιταχύνω (<επί + ταχύνω).