Ετυμολογία
σύνεση < αρχαία ελληνική σύνεσις < από το ρήμα συνίημι
Ουσιαστικό
σύνεση θηλυκό, μόνο στον ενικό
1. η ιδιότητα του συνετού, η σωφροσύνη, το να σκέφτεται κάποιος σωστά και να μην κάνει ακρότητες
σύνεση < αρχαία ελληνική σύνεσις < από το ρήμα συνίημι
σύνεση θηλυκό, μόνο στον ενικό
1. η ιδιότητα του συνετού, η σωφροσύνη, το να σκέφτεται κάποιος σωστά και να μην κάνει ακρότητες