Ετυμολογία
σεργιάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική seyran
Ουσιαστικό
σεργιάνι, το ουδέτερο
1. ο περίπατος, η βόλτα χωρίς αναγκαστικά συγκεκριμένο προορισμό
σεργιάνι < (άμεσο δάνειο) τουρκική seyran
σεργιάνι, το ουδέτερο
1. ο περίπατος, η βόλτα χωρίς αναγκαστικά συγκεκριμένο προορισμό