Ετυμολογία
πρόγονος< πρό + γόνος (από το γίγνομαι)
Ουσιαστικό
πρόγονος, ο αρσενικό
1. αυτός που έζησε παλιότερα κι από τον οποίο κατάγεται κάποιος
Ο γόνος είναι το παιδί, ενώ ο γονιός είναι αυτός που έχει γεννήσει τον γόνο, το παιδί. Άρα ο πρόγονος είναι αυτός που προηγείται του γόνου, αλλά έχει σχέση αίματος μαζί του, δηλαδή έχει γεννήσει π.χ. τον παππού του ή τον προπάππου κ.ο.κ. Όλων των ανθρώπων πρόγονοι είναι ο Αδάμ και η Εύα, αφού από αυτούς προέρχονται όλοι οι άνθρωποι.