Ετυμολογία
παραβολή < παραβάλλω
ουσιαστικό
παραβολή, η θηλυκό
- η σύγκριση δύο αντικειμένων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο με σκοπό τη διαπίστωση ομοιοτήτων ή διαφορών
- η αλληγορική (δηλαδή αυτή που κρύβει άλλο νόημα) διήγηση πραγματικού ή φανταστικού γεγονότος που έχει ως σκοπό να οδηγήσει σε ηθικά διδάγματα.
Χρήση τέτοιας μορφής διηγήσεων έκανε και ο Χριστός, ώστε να καταστήσει κατανητό τον λόγο του Θεού στον απλό λαό.