Ετυμολογία
παράμερα < παρά + μέρος
Επίρρημα
1. Λίγο πιο πέρα από ένα σημείο/μέρος.
[Η πρόθεση παρά- σ’ αυτήν την περίπτωση δηλώνει τόπο, δίπλα σε και όχι ακριβώς στο ίδιο σημείο με κάτι άλλο. Άλλοτε μπορεί να σημαίνει κίνηση “παραλαμβάνω“, χρονική συνέχεια “παραμένω” κ.α.]