Ετυμολογία
μαγκάνι < ελληνιστική κοινή μάγγανον
Ουσιαστικό
μαγκάνι, το ουδέτερο
1. μηχανισμός για άντληση νερού, κάθε μηχανισμός που σφίγγει.
2. κάθε μηχανισμός που σφίγγει
μαγκάνι < ελληνιστική κοινή μάγγανον
μαγκάνι, το ουδέτερο
1. μηχανισμός για άντληση νερού, κάθε μηχανισμός που σφίγγει.
2. κάθε μηχανισμός που σφίγγει