Ετυμολογία
θεοπάτωρ< Θεός + πατήρ
Ουσιαστικό
θεοπάτωρ, ο αρσενικό
1. θεοπάτωρ λέμε τον Ιωακείμ, πατέρα της Παναγίας και θεοπάτορες λέμε όταν συμπεριλαμβάνουμε και την Άννα, τη μητέρα της Παναγίας.
2. θεοπάτορες επίσης λέμε και όλους τους δικαίους της Π. Διαθήκης προγόνους του Χριστού. Ακούμε να ψάλει η Εκκλησία την Κυριακή του Πάσχα «Ὁ θεοπάτωρ μέν Δαβίδ, πρό τῆς σκιώδους κιβωτοῦ».
Οι λέξεις αυτές, θεοπάτωρ στον ενικό και θεοπάτορες στον πληθυντικό, χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο για τους γονείς της Παναγίας και παππούδες κατά σάρκα θα λέγαμε του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Όπως και τη λέξη παππούδες τη χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για όλους τους προγόνους κάποιου, αρσενικούς και θηλυκούς, έτσι και η λέξη θεοπάτορες δεν αναφέρεται μόνο σε άνδρες, αλλά στους Ιωακείμ και Άννα.