Ετυμολογία

θέλγομαι< δεν υπάρχει ρίζα

ρήμα

θέλγω, -ομαι, ενεργητική & παθητικής φωνής

  1. στρέφω αλλού, προς άλλη κατεύθυνση), το πρόσωπο ή το βλέμμα μου, για να εκφράσω άρνηση, δυσαρέσκεια, περιφρόνηση κ.λπ.
  2. (μεταβατικό) ενοχλούμαι από κάτι έντονα και το αποφεύγω