Ετυμολογία
γιόμα < γέμα < γεύμα
γιόμα < γιομίζω/γεμώ
Ουσιαστικό
γιόμα, το ουδέτερο
1α. Αν προέρχεται από τη λέξη γεύμα, σημαίνει το μεσημεριανό φαγητό ή και το κολατσιό πιο πριν.
1β. Συνεκδοχικά, από το παραπάνω ταυτίζεται και η λέξη με το μεσημέρι.
2. Αν προέρχεται από το ρήμα γεμώ ή γεμίζω, τότε σημαίνει το γέμισμα, τη συμπλήρωση του όλου. π.χ. το γιόμα του φεγγαριού.