Ετυμολογία
συστάδα: αρχαία ελληνική συστάς (από την αιτιατική συστάδα) < που ανάγεται στο συνίσταμαι
ουσιαστικό
συστάδα, η θηλυκό
πυκνή ομάδα όμοιων πραγμάτων στην ίδια περιοχή.
συστάδα: αρχαία ελληνική συστάς (από την αιτιατική συστάδα) < που ανάγεται στο συνίσταμαι
συστάδα, η θηλυκό
πυκνή ομάδα όμοιων πραγμάτων στην ίδια περιοχή.