Ετυμολογία
βόμβος < αρχαία ελληνική ηχομιμητική λέξη
Ουσιαστικό
βόμβος, ο αρσενικό
1. Με τη λέξη αυτή οι Αρχαίοι Έλληνες περιέγραφαν τον θόρυβο/ήχο από το πέταγμα των εντόμων, γι’ αυτό και, όπως φαίνεται, διατήρησαν το γένος της λέξης σε αρσενικό. Αντίστοιχης παραγωγής λέξης είναι και η βοή ή βουητό, όπου παρατηρούμε πως πάλι αρχίζουν με β.