Search
Close this search box.

Ετυμολογία

χαγιάτι < τουρκική hayat (ζωή)

Ουσιαστικό

χαγιάτι ουδέτερο

1. σκεπαστός εξώστης που αποτελεί προέκταση εσωτερικού χώρου