Search
Close this search box.

Ετυμολογία

έννοια < ἔννοια (< ἐν (έν-) + νοῦς = αυτό που έχω μέσα στον νου)

Ουσιαστικό

έννοια, η θηλυκό

1. Το νόημα ή αφηρημένη ιδέα, νοητό κατασκεύασμα. π.χ. Η έννοια του να ζεις ελεύθερος.
2. σημασία ή ορισμός λέξης, έκφρασης, ιδέας κλπ.