Search
Close this search box.

Ετυμολογία

υδατόσημο < υδατό- (αρχαία ελληνική ὕδωρ) + σήμα + -ο

Ουσιαστικό

υδατόσημο ουδέτερο

1. σχέδιο ή εικόνα που έχουν αποτυπωθεί σε κάποιο χαρτί με κατάλληλη διάταξη των ινών στο στάδιο κατασκευής του χαρτιού και που είναι ορατά όταν πίσω από το χαρτί υπάρχει φωτεινή πηγή

Τα υδατόσημα (ή υδατογραφήματα) χρησιμοποιούνται από τον 13ο αιώνα ως μέθοδος ασφάλειας εγγράφων, κυρίως σε χαρτονομίσματα, διαβατήρια, γραμματόσημα και άλλα, κυρίως υψηλής αξίας έγγραφα, αλλά και σε απλά χαρτιά αλληλογραφίας και εκτύπωσης, ως μέσο αναγνώρισης του οίκου κατασκευής. Τα υδατόσημα των παλαιών χειρογράφων χρησιμοποιούνται σήμερα για να προσδιορίσουμε τον κατασκευαστή του χαρτιού και την εποχή της κατασκευής του.

Το πρώτο υδατόσημο – ένας ελληνικός σταυρός – εντοπίστηκε σε χαρτί κατασκευασμένο στο Φαμπριάνο (Fabriano) της Ιταλίας στο 1282 «έγγραφα από την Ανατολή ή στον αραβικό κόσμο»