Ετυμολογία
χαριτωμένος < ελληνιστική κοινή κεχαριτωμένος με απλοποίηση, μετοχής παθητικού παρακειμένου του χαριτόοω, χαριτῶ
Μετοχή
χαριτωμένος, -η, -ο
1. που έχει χάρη-ο Θεός μας χαρίζει την χάρη του και τις αρετές.
2. αλλού η λέξη χαριτωμένος χρησιμοποιείται με την έννοια ΄΄γλυκός΄΄.