Ετυμολογία
ωρολόγιον < ώρα + ο + λόγιο
ουσιαστικό
ωρολόγιο, το ουδέτερο
- το αντικείμενο που λέει την ώρα, το ρολόι
- πίνακας όπου αναγράφονται οι ώρες εργασίας/μαθημάτων
- βιβλίο της εκκλησίας όπου αναγράφονται οι προσευχές που λέγονται σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.
Το Ωρολόγιο στην εκκλησιαστική ζωή δεν είναι κάτι που μας λέει την ώρα, όπως το ρολόι, αλλά το νόημά του είναι να μας υπενθυμίζει πως πρέπει να προσευχόμαστε όλες τις ώρες και ειδικά αυτές που έχει ορίσει η Εκκλησία βάσει και του παλαιότερου τρόπου ζωής, όπου οι ώρες που μπορούσε κάποιος να έχει φως και να βλέπει ήταν λιγότερες. Άρα το ωρολόγιο περιλαμβάνει της κάθε ώρας προσευχής που έχει ορίσει η Εκκλησία μέσα στην ημέρα, αν και όλες τις ώρες πρέπει ο Χριστιανός να προσεύχεται.