Ετυμολογία
υφίσταμαι< ὑφίστημι < (ὑπό) ὑφ- + ἵσταμαι, μεσοπαθητική φωνή του ἵστημι.
Ρήμα
1. (κυριολεκτικά) βρίσκομαι υπό κάποιον, είτε με μεγαλύτερο αξίωμα, είτε με μεγαλύτερη εξουσία.
2. (μεταφορικά) υπάρχω, γιατί όλοι είμαστε υπό τον Θεό, που είναι ο μόνος που άρχει και γι’ αυτό στις εικόνες βλέπουμε τα γράμματα (ΑΡΧΩ) στις εικόνες του Χριστού.
3. (μεταφορικά) βιώνω κακουχίες ή βάσανα, που μου προκαλεί κάποιος με μεγαλύτερη εξουσία από εμένα. π.χ. υφιστάμεθα τις αντίξοες συνθήκες των ορυχείων