Ετυμολογία

στέρνα< λατινική κιστέρνα < κίστα < αρχαία ελληνική κίστη (=καλάθι, κιβώτιο)

Ουσιαστικό

στέρνα, η θηλυκό

1. δεξαμενή για τη συλλογή συνήθως βρόχινου νερού.