Search
Close this search box.

Ετυμολογία

πρόγονος< πρό + γόνος (από το γίγνομαι)

Ουσιαστικό

πρόγονος, ο αρσενικό

1. αυτός που έζησε παλιότερα κι από τον οποίο κατάγεται κάποιος