Ετυμολογία
περίβολος < περιβάλλω
Ουσιαστικό
περίβολος, ο αρσενικό
1. ο τοίχος που περιβάλλει έναν υπαίθριο χώρο γύρω από ένα κτήριο
2. ο υπαίθριος χώρος που περιβάλλει ένα κτήριο.
περίβολος < περιβάλλω
περίβολος, ο αρσενικό
1. ο τοίχος που περιβάλλει έναν υπαίθριο χώρο γύρω από ένα κτήριο
2. ο υπαίθριος χώρος που περιβάλλει ένα κτήριο.