Ετυμολογία

νηστεία < από το ρήμα νηστεύω < νη- + ἐσθίω

Ουσιαστικό

Η λέξη νηστεία είναι σύνθετη, με πρώτο συνθετικό το αρνητικό μόριο νη (δεν) και β’ συνθετικό το ρήμα ἐσθίω (τρώω). Νη+εσθιώ, δηλαδή δεν τρώω. Αρχικά σήμαινε πλήρη ασιτία, ατροφία, όπως έκανε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός για 40 ημέρες και νύκτες στην έρημο πριν βγει να κηρύξει, ο Προφήτης Ηλίας προτού κλείσει τον ουρανό ώστε να μη βρέξει για τρεισήμιση χρόνια και ο Προφήτης Μωϋσής στο Όρος Σινά προτού λάβει τις εντολές σε πλάκες.

Σήμερα με τον όρον αυτόν εννοείται ότι για ορισμένο χρονικό διάστημα απέχουμε, δηλαδή δεν τρώμε, κάποιες συγκεκριμένες τροφές. Λόγω αυτού έχουμε και την διάκριση τών τροφών σε νηστήσιμες και σε αρτύσιμες. Η νηστεία είναι μια από τις τρεις πνευματικές δραστηριότητες που πρέπει να γίνεται «εν κρυπτώ» (οι άλλες δύο είναι η προσευχή και η ελεημοσύνη) κι όχι με διάθεση επίδειξης πνευματικότητας.