Ετυμολογία

στεριώνω συνηρημένος τύπος του καρτερέω

Ρήμα

1. Περιμένω με υπομονή σε μια θέση. π.χ. Τον καρτερούσε να έρθει.
2. Υποφέρω, υπομένω κάτι στη θέση μου.