Ετυμολογία
καθολικό< αρχαία ελληνική κατά + ὅλος (ολόκληρος)
Ουσιαστικοποιημένο επίθετο
επιτίμιο ουδέτερο
1. Καθολικό ονομάζεται ο κεντρικός ναός μιας Μονής, στον οποίο μαζεύονται κατά την τέλεση των ακολουθιών όλοι οι μοναχοί.
Η πρόθεση κατά συντάσσεται με γενική και αιτιατική και μπορεί να σημαίνει:
1. (+ γενική) εναντίον: κατά παντός υπευθύνου, κατά του κράτους
2. (+αιτιατική)
με χρονική σημασία· γύρω, περίπου: θα βρεθούμε κατά το μεσημεράκι
(ειδικότερα) σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι: κατά την διάρκεια της Λειτουργίας
δηλώνει το πρόσωπο που κρίνει· σύμφωνα με κάποιον: κατά την άποψή μου