Ετυμολογία

θαύμα < αρχαία ελληνική θαῦμα

Ουσιαστικό

θαύμα ουδέτερο

Ένα παράξενο και απρόσμενο γεγονός στο οποίο αποδίδεται μια θετική θεϊκή επέμβαση

Στην Εκκλησία μας το θαύμα υποδηλώνει ενέργεια του Θεού και ένα αποτέλεσμα που ανθρωπίνως δεν μπορεί να επιτευχθεί. Μάλιστα, ούτε να αντιγραφεί μπορεί κατόπιν, όπως, για παράδειγμα, η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, όπως ο Χριστός τού έπλασσε οφθαλμούς. Για να πραγματοποιηθεί ένα θαύμα απαιτείται πίστη στην δύναμη του Τριαδικού Θεού και αποδοχή αυτού ως μόνου και αληθινού Θεού. Ψευτο-θαύματα, όμως, μπορεί να κάνει και ο διάβολος, που έχει κι αυτός ως πρώην άγγελος, ακόμη κάποια δύναμη που του παραχωρεί ο Θεός, αλλά τα δικά του είναι ψεύτικα, συνήθως είναι μόνο για να προκαλέσουν εντυπωσιασμό και γι’ αυτό γρήγορα καταρρέουν.