Ετυμολογία
ευωδιαστός < ευωδιάζω + -τός < εὖ + ὄδωδα (το ὄδωδα παράγεται από το ρήμα όζω από το οποίο παράγεται και η λέξη οσμή)
Επίθετο
ευωδιαστός
που μυρίζει πολύ όμορφα, που αναδίδει μια ευωδία
ευωδιαστός < ευωδιάζω + -τός < εὖ + ὄδωδα (το ὄδωδα παράγεται από το ρήμα όζω από το οποίο παράγεται και η λέξη οσμή)
ευωδιαστός
που μυρίζει πολύ όμορφα, που αναδίδει μια ευωδία