Ετυμολογία
ευλάβεια < εὖ (=καλό) + λαμβάνω (=παίρνω)
ουσιαστικό
ευλάβεια, η θηλυκό
1. η έκφραση σεβασμού και τιμής προς τα θεία ή προς αυτό που θεωρούμε ιερό
ευλάβεια < εὖ (=καλό) + λαμβάνω (=παίρνω)
ευλάβεια, η θηλυκό
1. η έκφραση σεβασμού και τιμής προς τα θεία ή προς αυτό που θεωρούμε ιερό