Ετυμολογία
επονείδιστος < ὄνειδος (κατάρα / καταριέμαι, μέμφομαι)
επίθετο
επονείδιστος
1. που αποτελεί όνειδος, που προκαλεί ντροπή, πολύ κακός
Όταν αναφέρεται στον σταυρικό θάνατο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εννοεί ότι ο θάνατος ήταν οδυνηρός και ντροπιαστικός, διότι με σταύρωση θανάτωναν όλους τους εγκληματίες και ως τέτοιο τον νόμιζαν οι άνθρωποι όταν Τον είδαν σταυρωμένο.