Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ενταφίαζω < ἐν + τάφος

ρήμα

ενταφιάζω, ενεργητικής φωνής

  1. βάζω κάποιον μέσα στον τάφο, αφού προετοιμάσω το σώμα για ταφή.