Ετυμολογία

δωροδοκώ< δωροδοκέω/δωροδοκῶ

Ρήμα

1. δίνω δώρα με σκοπό να αποκομίσω κάποιο όφελος
2. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα ή χάρες για να εκμαιεύσω από εκείνον κάτι παράτυπο, παράνομο (είτε να το πράξει, είτε να αμελήσει να πράξει εκείνο που όφειλε)

Στο Ευαγγέλιο διαβάζουμε για τη δωροδοκία των στρατιωτών που εφύλασσαν τον τάφο του Χριστού από τους Φαρισαίους, ώστε να δυσφημήσουν την Ανάστασή Του, και να μην πουν όσα στ’ αλήθεια έζησαν.