Ετυμολογία
δρασκελώ (ή δρασκελίζω) < διασκελίζω < (ελληνιστική κοινή) διασκελίζομαι < διά + σκέλος (το πόδι)
Ουσιαστικό
δρασκελιά θηλυκό
1. το μέγιστο άνοιγμα των ποδιών, το βήμα που κάνει κάποιος ανοίγοντας πολύ τα πόδια του
2. η απόσταση που διανύει κανείς με ένα (1) τέτοιο βήμα
Η πρόθεση διά ή δι’ πριν από φωνήεν, όταν συντάσσεται με γενική δηλώνει:
1. διέλευση: θα ταξιδέψομε διά ξηράς
2. χρονική διάρκεια: η διά βίου εκπαίδευση
3. όργανο, μέσο, τρόπο: διά της διπλωματικής οδού