Ετυμολογία
διαβαίνω < διά + βαίνω (περπατώ)
Ρήμα
διαβαίνω
1. διασχίζω, περπατώ ανάμεσα
Η πρόθεση δια- ή δι- (πριν από φωνήεν) δηλώνει:
1. διέλευση: θα ταξιδέψομε διά ξηράς
2. όργανο, μέσο ή τρόπο που γίνεται κάτι: διά της διπλωματικής οδού