Ετυμολογία

γνήσιος < γένος

επίθετο

γνήσιος, -α, -ο

  1. που δεν έχει υποστεί νοηθεία, που δεν έχει προσμείξεις, δηλαδή είναι όπως εξ αρχής γεννήθηκε
  2. που προέρχεται από νόμιμη σχέση