Ετυμολογία
γνήσιος < γένος
επίθετο
γνήσιος, -α, -ο
- που δεν έχει υποστεί νοηθεία, που δεν έχει προσμείξεις, δηλαδή είναι όπως εξ αρχής γεννήθηκε
- που προέρχεται από νόμιμη σχέση
Το επίθετο αυτό το χρησιμοποιούμε για να τονίσουμε ότι κάτι δεν είναι ψεύτικο και ότι έχει αληθινή σχέση με κάποιο άλλο στοιχείο, π.χ. ότι ο Χριστός είναι γνήσιος Υιός του Θεού και όχι ψεύτικος ή κάποιος που υποκρίνεται. Κι εμείς, οι Χριστιανοί, πρέπει να είμαστε γνήσια τέκνα του Θεού, χωρίς να πιστεύουμε δηλαδή σε θεωρίες που αντιβαίνουν στο θέλημα του Θεού.