Ετυμολογία

αδιάλειπτη< α- (στερητικό) + διά- + λείπω

Επίθετο

αδιάλειπτος, -η, -ο

1. που γίνεται χωρίς διακοπή, χωρίς διάλειμμα.

Η αδιάλειπτος προσευχή είναι η προσευχή εκείνη, κατά τους Πατέρες, που ο άνθρωπος προσεύχεται συνεχώς, ό,τι κι αν φαίνεται εξωτερικά πως κάνει και αυτή η προσευχή τον θεώνει και τον ενώνει πλήρως με τον Θεό.