Ετυμολογία
άγρυπνος< αρχαία ελληνική ἅγρυπνος < ἀγρέω + ὕπνος
Επίθετο
άγρυπνος αρσενικό
Η λέξη άγρυπνος αναφέρεται στον άνθρωπο που για διάφορους λόγους δεν μπορεί να κοιμηθεί αλλά και μεταφορικά σε αυτόν που προσέχει κάτι (π.χ. άγρυπνος φρουρός της παράδοσης του τόπου).
Ετυμολογικά είναι σύνθετη λέξη από τις λέξεις ἀγρός και ὕπνος κι αρχικά δήλωνε αυτόν που κοιμάται στους αγρούς. Επειδή όμως οι άνθρωποι της υπαίθρου και των αγρών ξυπνάνε αρκετά νωρίς, η σημασία της λέξης εξελίχθηκε σ’ αυτόν, που κοιμάται λίγο ή καθόλου.