Ετυμολογία
έδεσμα < ἔδω (τρώω) + -μα
Ουσιαστικό
έδεσμα ουδέτερο
1. Συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του απολαυστικού ή πάρα πολύ νόστιμου
φαγητού.
Συγγενική λέξη με την ίδια προέλευση είναι η λέξη εδώδιμα.
έδεσμα < ἔδω (τρώω) + -μα
έδεσμα ουδέτερο
1. Συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του απολαυστικού ή πάρα πολύ νόστιμου
φαγητού.
Συγγενική λέξη με την ίδια προέλευση είναι η λέξη εδώδιμα.