Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ψελλίζω < αρχαία ελληνική ψελλίζω

Ρήμα

ψελλίζω

1. λέω τις λέξεις με δυσκολία
2. μιλώ διστακτικά, φοβισμένα και γενικά χαμηλόφωνα