χειροτονώ < αρχαία ελληνική χειροτονέω / χειροτονῶ < χείρ + τείνω
Τόσο το επίθετο χειρότονος όσο και το ρήμα χειροτονώ είναι σύνθετες «εκ συναρπαγής» από τη
φράση χεῖρα τείνειν και έχουν σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρήματος
«τείνω».
Ρήμα
χειροτονώ
Κάνω κάποιον διάκονο, πρεσβύτερο ή επίσκοπο δια τής επιθέσεως της χειρός (δηλαδή ακουμπώντας το χέρι μου επάνω του).
Ουσιαστικό
χειροτονία θηλυκό
Η θρησκευτική τελετή της αναβιβάσεως κάποιου εκ του λαού σε διάκονο ή της αναβιβάσεως από την προηγούμενη τάξη ιεροσύνης στην επόμενη (από διάκονο σε πρεσβύτερο, ή από πρεσβύτερο σε επίσκοπο)
Η χειροτονία απαραιτήτως τελείται εντός της Θείας Λειτουργίας και δεν γίνεται να τελεστεί εκτός αυτής. Για τους βαθμούς του διακόνου και του πρεσβυτέρου είναι απαραίτητη η παρουσία ενός Επισκόπου ενώ για την χειροτονία εις επίσκοπον είναι αναγκαία η παρουσία δύο ή τριών επισκόπων, κατά τον λόγο του Κυρίου (οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν – Ματ. ιη΄ 20).