Search
Close this search box.

Ετυμολογία

υπερηφάνεια < παράγωγο του υπερήφανος < ὑπέρ + φαίνω (φαίνομαι)

Ουσιαστικό

υπερηφάνεια θηλυκό

1. το θετικό συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν έχει επιτελέσει ένα αξιόλογο έργο, το οποίο έχει
ως αποτέλεσμα την αυτοεπιβεβαίωσή του
2. το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί την αξία του ως άνθρωπος και πλήττεται όταν κάποιος προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του
3. (αρνητικά) την αλαζονεία

Με τα χρόνια η λέξη υπερηφάνεια, έχασε το υ- κι έγινε και περηφάνια.