Search
Close this search box.

Ετυμολογία

τσάρος<  βουλγαρική (tsar) ή ρωσική царь < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική цѣсарь (tsěsarĭ) < λατινική Caesar

Ουσιαστικό

τσαρος, ο αρσενικό

1. Η λέξη τσάρος είναι ο τίτλος του βασιλέως ή αυτοκράτορος στους Σλάβους. Προέρχεται από την απόδοση της λατινικής λέξης “Καίσαρ” (Caesar) στα σλαβικά. Αν και δεν έφεραν όλοι αυτόν τον τίτλο, τον χρησιμοποιούμε στις δυτικές γλώσσες όταν θέλουμε να αναφερθούμε γενικά στους: