Search
Close this search box.

Ετυμολογία

τελάλης < τουρκική τελλάλ (ρήμα)

Ουσιαστικό

τελάλης, ο αρσενικό

1. αυτός που ανακοίνωνε φωνάζοντας τα μαντάτα, ο δημόσιος κήρυκας, ο διαλαλητής