Search
Close this search box.

Ετυμολογία

ταταρικό< από την λέξη Τάταρος

Επίθετο

ταταρικός, -η, -ο

1. Ό,τι προέρχεται από τους Τατάρους, που έχουν σχέση με τους Τουράν, όπως αποκαλούσαν οι αρχαίοι Πέρσες στην περιοχή του σημερινού Τουρκεστάν. Επίσης, στη χώρα των Τατάρων, λαών της νότιας Ρωσίας, μογγολικής, τουρκικής προέλευσης. Η Ρωσία είναι μια χώρα αχανής που συνορεύει με πάρα πολλά και διαφορετικά κράτη (14 στο σύνολο) και άρα έχει πολύ ανομοιογένεια στον πληθυσμό της. Συμπεριλαμβάνονται, επίσης, οι αρχαίοι Βούλγαροι του Βόλγα, πιθανότατα μάλιστα αυτοί να είναι οι περισσότεροι.