Search
Close this search box.

Ετυμολογία

στεριώνω αρχαία ελληνική στερεῶ

Ρήμα

1. θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι. Δυνάμει τοῦ Σταυροῦ σου Χριστέ, στερέωσόν μου τὴν διάνοιαν, εἰς τὸ ὑμνεῖν, καὶ δοξάζειν σου τὴν σωτήριον Ἀνάληψιν.