Search
Close this search box.

Ετυμολογία

στασίδι < στάση < στέκομαι (αρχαία ἵσταμαι)

Ουσιαστικό

στασίδι, το ουδέτερο

1. Λέγεται ένας συγκεκριμένος τύπος καθίσματος που απαντάται μόνο στις Εκκλησίες της Ορθοδόξου Ανατολής και έχει κατασκευαστεί με τρόπο που να βοηθάει τον άνθρωπο στην προσευχή του προς τον Θεό.

Ο Χριστιανός εν ώρα λατρείας πρέπει κανονικά να στέκεται και να προσεύχεται όρθιος. Επειδή όμως ενίοτε οι σωματικές του δυνάμεις τον εγκαταλείπουν, κατασκευάστηκε αυτό το κάθισμα όπου μπορεί να ακουμπά τους αγκώνες και υποβασταζόμενος να συνεχίσει να προσεύχεται ει δυνατόν και μετα χέρια υψωμένα. Αυτό μάς θυμίζει την περίπτωση του Μωϋσέως όταν οι Ισραηλίτες έπρεπε να πολεμήσουν τους Αμαληκίτες, ο οποίος προσευχόταν με τα χέρια υψωμένα και όταν τα κατέβαζε, οι Ισραηλίτες έχαναν ενώ όταν τα ανέβαζε οι Ισραηλίτες νικούσαν Για να επικρατήσουν τελικά, ο Ααρών και ο Ωρ τον κάθισαν σε μια πέτρα και του κρατούσαν τα χέρια ψηλά.

Όμως, κι αυτό μπορεί να μην αρκεί, ειδικά για τους γεροντότερους οπότε το στασίδι έχει και κανονικό κάθισμα. Ενίοτε το κάθισμα αυτό μπορεί να έχει δύο θέσεις. Μία πιο ψηλά, ώστε να μην κάθεται πλήρως το σώμα αλλά κάπως να αναπαύεται από την πολύωρη ορθοστασία και μία κανονικά, όπου πλέον ο άνθρωπος κάθεται.

Η κατασκευή του στασίδι αποτυπώνει το ασκητικό φρόνημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που προτρέπει τον άνθρωπο να μην επιδιώκει την ανάπαυση την ώρα της προσευχής αλλά να αγωνίζεται και να καταπονεί το σώμα του.