Search
Close this search box.

Ετυμολογία

σκιρτώ< σκιρτάω/σκιρτῶ

Ρήμα

1. χορευώ, πηδώ, π.χ. το ελάφι σκίρτησε και απέφυγε το βέλος
2. τρέμω ελαφρά από χαρά, συγκίνηση, κ.λπ., π.χ. Σκίρτησε στο άκουσμα των νέων της επιστροφής του πατέρα.
3. κουνιέμαι, μετακινούμαι ελαφρά, π.χ. Σκίρτησε στη γωνία για μια στιγμή όταν είδε το φαγητό.