Search
Close this search box.

Ετυμολογία

σινάφι < από το αραβικό sinif = «τάξη, ομάδα» και στον πληθυντικό sinaf = συντεχνία

Ουσιαστικό

σινάφι, το ουδέτερο

1. η ομάδα ατόμων που ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη
2. (μεταφορικά) το σόι, γιατί στις συντεχνίες δούλευαν πολλά μέλη της ίδιας οικογένειας